- Ἔρεβοσδε
- Ἔρεβόσδε , Ἔρεβόσδεindeclform (adverb)Ἔρεβόσδε , ἜρεβοςErebosindeclform geog̱name (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεβόσδε — ἐρεβόσδε (επικ. τ.) (Α) επίρρ. προς το σκοτάδι, στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + δε (κατάληξη που δηλώνει προς τόπον κίνηση, πρβλ. οίκαδε)] … Dictionary of Greek